- ἐνεργοί
- ἐνεργόςat workmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνεργοῖ — ἐνεργέω to be in action pres opt act 3rd sg (attic epic doric) ἐνεργέω to be in action pres opt act 3rd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Coalition of the Radical Left — Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς Synaspismós Rizospastikís Aristerás Coalition of the Radical Left Leader Alexis Tsipras Founded 2004 … Wikipedia
SYRIZA — Alexis Tsipras, Vorsitzender der SYRIZA … Deutsch Wikipedia
Коалиция радикальных левых — Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς Лидер: Алексис Ц … Википедия
SABBATUM — vox a quiete, Hebr. Gap desc: Hebrew deducta, vel septimum diem Gen. c. 2. v. 2. Exod. c. 20. v. 10. vel septimi anni otium, Lev. c. 25. v. 4. 5. 6. denotat. Longior transsatio est, cum ipsam septimanam comprehendit, ut in illo, Ieiuno bis in… … Hofmann J. Lexicon universale
αποχρωματισμός — Επεξεργασία των υγρών προϊόντων με στερεές ουσίες, κατάλληλες να τους προσδώσουν τις ιδιότητες που απαιτεί το εμπόριο. Ο α. είναι μία από τις διάφορες μορφές προσρόφησης και σε αυτή την περίπτωση αφαιρεί τις ανεπιθύμητες ουσίες που βρίσκονται… … Dictionary of Greek
ενεργός — ή, ό (AM ἐνεργός, όν) [έργον] 1. αυτός που βρίσκεται σε ενέργεια, σε ενεργό υπηρεσία («ενεργός στρατός») 2. ενεργητικός, σε ενέργεια (σε αντίθεση με αυτόν που βρίσκεται σε λανθάνουσα ή εφεδρική κατάσταση) 3. δραστήριος, ενεργητικός,… … Dictionary of Greek
ερυθρίτης — I (Ορυκτ.). Ορυκτό ένυδρο αρσενικό κοβάλτιο, με χημικό τύπο CΟ3(AsO4)2·8H2O. Έχει χρώμα κόκκινο ή τεφρό μαργαριτοειδές, λάμψη μαργαριταριού έως διαμαντιού και παρουσιάζεται σε κρυσταλλικές βελόνες ή ίνες. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα,… … Dictionary of Greek
προστατώ — έω, Α [προστάτης] 1. κυβερνώ («προστατεῑν τῆς πόλεως», Πλάτ.) 2. είμαι επιστάτης, επιμελητής («προστατεῑν τοῡ ἀγῶνος», Ξεν.) 3. είμαι πρόεδρος («προστατεῑν ἐκκλησίας», επιγρ.) 4. υπερασπίζω κάποιον ή κάτι («Ἥρα προστατεῑ [Ἀργείων»]», Ευρ.) 5. (το … Dictionary of Greek
φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… … Dictionary of Greek